στενομυαλιά

στενομυαλιά
η, Ν [στενόμυαλος]
στενοκεφαλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στενοκεφαλιά — η 1. στενομυαλιά, περιορισμένη αντιληπτική ικανότητα. 2. πείσμα: Τα παθε από τη στενοκεφαλιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”